παιδικάτα

παιδικάτα
τα
φρ. «στα παιδικάτα» — κατά την εποχή που ήταν κάποιος παιδί, στην παιδική ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδικός κατά τα μικράτα, νιάτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”